ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζώσταρος (επίθ.) αζώσταρου [aˈzostaru] Μαλακ., Μισθ. αζωστάρ' [azoˈstar] Αξ. Πληθ. αζώσταρα [aˈzostara] Φλογ. Από το πρόθμ. α- και το μεσν. ουσ. ζωστάριον, με παραγωγ. επίθμ. -ος. Ο τύπ. αζωστάρ' αναλογ. κατά τα επίθ. σε -άρης. Η λ. και Πόντ.
1. Άζωστος, αυτός που δεν φοράει ζώνη ό.π.τ. : || Φρ. Αζωστάρ' αβράκωτο (Άζωστος και ξεβράκωτος˙ Εντελώς ατημέλητος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. άζωστος
2. Ατημέλητος Μισθ., Φλογ.