αϊβάζι
(ουσ. ουδ.)
αϊβάζι
[aiˈvazi]
Σινασσ.
αϊβάζ'
[aiˈvaz]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. eyvaz = μούσμουλο (THADS, λ. eyvaz II).