ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αιματώνω (ρ.) αγματώνω [aɣmaˈtono] Ποτάμ., Σινασσ. Παρατατ. αγματούσα [aɣmaˈtusa] Σινασσ. Παθ. ματούμαι [maˈtume] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. αἱματόω-ῶ.
Ματώνω ό.π.τ. : || Ασμ. Κι εκείνος ’ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος ’ταν την τζίμπανε, ο ήλιος εκρυβόταν
(Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αιμώνω