αιματώνω
(ρ.)
αγματώνω
[aɣmaˈtono]
Ποτάμ., Σινασσ.
Παρατατ.
αγματούσα
[aɣmaˈtusa]
Σινασσ.
Παθ.
ματούμαι
[maˈtume]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. αἱματόω-ῶ.
Ματώνω
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Κι εκείνος ’ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος ’ταν την τζίμπανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αιμώνω
Κι εκείνος ’ταν την τζίμπανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αιμώνω