ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αίμα (ουσ. ουδ.) τόιμα [ˈtoima] Ανακ., Σίλατ. όιμα [ˈοima] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. όιμαν [ˈοiman] Φάρασ. αίιμα [ˈeima] Φάρασ., Φλογ. άιμα [ˈaima] Σίλ. γαίμα [ˈʝema] Ανακ. Πληθ. όιματα [ˈoimata] κ.α., Μαλακ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. αἷμα. Ο τύπ. γαίμα ήδη νεότ. Οι τύπ. όιμα, τόιμα λόγω συνεκφ. με το ουδ. οριστ. άρθρ. το.
Αίμα ό.π.τ. : Έβγαλι όιμα απ' του στόμα τζης (Έβγαλε αίμα από το στόμα της) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τρέχιξιν ντ’ όιμα τ’ 'αν ντου ποτάμ' (Έτρεχε το αίμα του σαν το ποτάμι) Μισθ. -Κοτσαν. Και του πουλιδιού τ' όιμα τ' άχ'σεν ντον ντóπo εφύτρωσεν ένα μεϊβά (Και στο μέρος που έτρεξε το αίμα του πουλιού φύτρωσε ένα οπωροφόρο δέντρο) Τελμ. -Dawk. 'Ενι 'λτινό ανdί γαίιμα (Είναι κόκκινο σαν αίμα) Φάρασ. -Αναστασ. Να ξεράεις όιματα (Να ξεράσεις αίματα) Ανακ. -Cost. Γαίμα χύνεται, γένην όιμα, πάλι πόλεμος γίνεται (Αίμα χύνεται, ο ουρανός έγινε αίμα, πάλι πόλεμος έγινε) Ανακ. -Cost. Δου χέρι μ', τσ̑άαχ' τσ̑αιά τσ̑όουν σα όιμαδα (Το χέρι μου αποδώ ως εκεί ήταν μέσα στα αίματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ούτσα πολλά 'νdι, ούτσα, 'τουν ρανήσ'νι δου όιμα μπαϊντίζ'νι (Έτσι είναι πολλοί, έτσι, όταν δουν το αίμα λιποθυμούν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ματιού τ' όιμα (Αίμα του ματιού˙ Κοκκίνισμα του ματιού, πονόματος) Ανακ. -Κωστ.Α. Μποίκεν τ' όιμα μ' λερό (Έκανε το αίμα μου νερό˙ Με στεναχώρησε πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ’έμωσες την τζ̑οιλία μου αίιμα (Γέμισες την καρδιά μου αίμα˙ Με θύμωσες υπερβολικά πολύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τ' όιμα νερό δε νίσ̑κεται (Το αίμα νερό δεν γίνεται˙ Οι δεσμοί συγγενείας είναι πανίσχυροι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Και το ψωμί σα χέρια του λιθώρι το ν’ ένε τω
και το κρασί σα χέρια του όιμα
(Και το ψωμί στα χέρια του έγινε πέτρα
και το κρασί στα χέρια του αίμα)
Ανακ. -ΚΜΣ 63