αϊλίχι
(ουσ. ουδ.)
αϊλίχι
[aiˈliçi]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
αϊλι̂́χ'
[aiˈlɯx]
Αξ.
αϊρίχ̇ι
[aiˈrixi]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. aylık = μηνιαίος, όπου και διαλεκτ. τύπ. aylıh. Για την λ. βλ. και Μπόγκας (1959: 158).
1. Μηνιαίος μισθός, μηνιάτικο
ό.π.τ.
:
Να κόψουμ' το αϊλίχι σου, να κόψουμ' τα παράδα σου
(Θα κόψουμε το μηνιάτικό σου, θα κόψουμε τα λεφτά σου)
Αφσάρ.
-Dawk.
Σαμού πήριν το αϊλίχι, πήριν α μέγα παχ’ρώνα τέιστι πεσκέσι σην εκκλεσία
(Μόλις πήρε το μισθό του, πήρε ένα μεγάλο μπακιρένιο σκεύος δώρο στην εκκλησία)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
μηνιάτικο
2. Μηνιαία σύνταξη
Τσουχούρ.
:
Σαμού δώτσινι το κράτους σις γέροι αϊλίχι χάρηνι!
(Όταν έδωσε το κράτος στους γέρους σύνταξη, χάρηκε!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.