ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αϊλίχι (ουσ. ουδ.) αϊλίχι [aiˈliçi] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. αϊλι̂́χ' [aiˈlɯx] Αξ. αϊρίχ̇ι [aiˈrixi] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. aylık = μηνιαίος, όπου και διαλεκτ. τύπ. aylıh. Για την λ. βλ. και Μπόγκας (1959: 158).
1. Μηνιαίος μισθός, μηνιάτικο ό.π.τ. : Να κόψουμ' το αϊλίχι σου, να κόψουμ' τα παράδα σου (Θα κόψουμε το μηνιάτικό σου, θα κόψουμε τα λεφτά σου) Αφσάρ. -Dawk. Σαμού πήριν το αϊλίχι, πήριν α μέγα παχ’ρώνα τέιστι πεσκέσι σην εκκλεσία (Μόλις πήρε το μισθό του, πήρε ένα μεγάλο μπακιρένιο σκεύος δώρο στην εκκλησία) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. μηνιάτικο
2. Μηνιαία σύνταξη Τσουχούρ. : Σαμού δώτσινι το κράτους σις γέροι αϊλίχι χάρηνι! (Όταν έδωσε το κράτος στους γέρους σύνταξη, χάρηκε!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.