ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μηνιάτικο (ουσ. ουδ.) μηνιάτικον [miʹɲatikon] Σίλ. μηνιάτικου [miˈɲatiku] Μαλακ., Σίλ. Από το μεσν. ουσ. μηνιάτικον, ουσιαστικοπ. του επιθ. μηνιάτικος, το οπ. από το ουσ. μήνας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Μηνιαίος μισθός, μηνιάτικο ό.π.τ. : Μηνιάτικον ντου ρεν ντα γκαλατζ̑εύγει (Για το μηνιάτικό του δεν λέει τίποτα) Σίλ. -Dawk. Συνών. αϊλίχι
2. Στον πληθ., η έμμηνος ρύση της γυναίκας Σίλ. Συνών. απάνω, μήνας, ρούχο :5