μηνιάτικο
(ουσ. ουδ.)
μηνιάτικον
[miʹɲatikon]
Σίλ.
μηνιάτικου
[miˈɲatiku]
Μαλακ., Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. μηνιάτικον, ουσιαστικοπ. του επιθ. μηνιάτικος, το οπ. από το ουσ. μήνας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Μηνιαίος μισθός, μηνιάτικο
ό.π.τ.
:
Μηνιάτικον ντου ρεν ντα γκαλατζ̑εύγει
(Για το μηνιάτικό του δεν λέει τίποτα)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
αϊλίχι