μεφά
(ουσ. ουδ.)
μεφά
[meˈfa]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. ουσ. menfaat = χρησιμότητα, πλεονέκτημα, όφελος.
Τροποποιήθηκε: 14/02/2025