μετζιλίσι
(ουσ. ουδ.)
μεdζλίσ’
[medzˈlis]
Αξ.
μεdζ̑ιλίσ'
[meʤiˈlis]
Αραβαν., Μαλακ.
μενdζ̑ιλίσ̑ι
[mendʒiˈliʃi]
Σίλ., Φάρασ.
μετσ̑ιλίσι
[metʃiˈlisi]
Φάρασ.
μεdζ̑ουλίσι
[medʒuˈlisi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. μετζλίσι = συμβούλιο, σύσκεψη (Mackridge 2021: 232), το οπ. από το τουρκ. ουσ. meclis = συμβούλιο, όπου και διαλεκτ. τύπ. mäjilis.
Συμβούλιο, συνάθροιση
ό.π.τ.
:
Έχ'νε μετζλίσ' ντεκειά γαρσ̑ού το φαίνεται το χωριό
(Έχουνε συμβούλιο στο χωριό που φαίνεται εκεί απέναντι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πατισ̑άχος ζάισ̑κε μεdζ̑̑ιλίζ' μ' ούλ-λα Καστρού τα μεγάλα
(O βασιλιάς συγκάλεσε συμβούλιο με όλους τους μεγάλους άρχοντες της πρωτεύουσας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σωρεύτανε το μεdζ̑̑ουλίσι· τον τσ̑αρέν ντου τζ̑ό μπόρκανε να νάν'dα βρουνε
(Συγκεντρώθηκε το συμβούλιο· δεν μπόρεσαν να βρούν την λύση)
Φάρασ.
-Dawk.
Του ρουσ̑ού τα τζ̑αναβάρα ποίκαν α μεdζ̑̑ιλίσ̑ι να ιδούν το κετσ̑ίμι τουν
(Τα αγρίμια του βουνού έκαναν μια συνέλευση για να δουν πώς θα πορευτούν)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Στρίγγ'σεν τα ο μεχτάρ σου χωρού το μεντζιλίσι ντα θέτσει τερπιές τε'ί
(Την φώναξε ο μουχτάρης στο συμβούλιο του χωριού για να την συνετίσει)
Σατ.
-Παπαδ.
Πρέφτει με να ’ινώ γω ο τσ̑ουφαλάς σο μεντζιλίσι
(Μου αξίζει να γίνω εγώ ο πρόεδρος του συμβουλίου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Εχτιγιάρ μεdζλισί
(Συμβούλιο γερόντων˙ δημογεροντία)
Αξ.
-Μαυροχ.