μετά
(πρόθ.)
μετά
[meˈta]
Αραβαν., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ.
μιτά
[miˈta]
Τσαρικ.
μέτα
[ˈmeta]
Ποτάμ., Σίλατ., Φάρασ.
μετ'
[met]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
μιτ'
[mit]
Μαλακ., Σίλ.
μοτό
[moˈto]
Φάρασ.
μότ'
[moˈto]
Φάρασ.
μόdε
[ˈmode]
Φάρασ.
με
[me]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
μι
[mi]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
μο
[mo]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
μ'
[m]
Αραβαν., Αφσάρ., Φερτάκ.
Αρχ. πρόθ. μετά. Ο τύπος με μεσν., με ανομοιωτική αποβολή της συλλαβής -τά κατά τη συμπροφορά με το άρθρο τα. Και ο τύπ. μιτά μεσν. Η επιρρηματ. σημ. με αναβιβασμό του τόνου. Ο τύπ. μο με αφομ. [e-o > o-o] κατά την συνεκφορά με το (Ανδριώτης 1948: 20). Ακολούθησε η συμπροφορά [mo to > moto]. Η σημ. 3 μεταγν. και οι σημ. 2 και 4 μεσν.
1. Δηλώνει συνοδεία-συνέργεια
ό.π.τ.
:
Έλα μετ' εμέ
(Έλα μαζί μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ἐλα μετ' εκείνονα
(Έλα μαζί με εκείνον)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έλα μιτ' εμένα
(Έλα μαζί μου)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Μετ’ εσέ δεν έρχομαι
(Μαζί σου δεν έρχομαι)
Ανακ.
-Cost.
Και εγώ μετ' εσάς να χαρώ
(Και εγώ να χαρώ μαζί σας)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τσάπους ήμουν σα πεθερικά μου 'ενόμουν ένα μετ’ ετσ̑είνους
(Καθώς ήμουν στα πεθερικά μου, γινόμουν ένα με εκείνους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τζαι τζάς συμbιέσε, μοτό τα δώδεκα κάθισε σο τραπέζι
(Και μόλις σκοτείνιασε, (ο Χριστός) έκατσε στο τραπέζι μαζί με του δώδεκα μαθητές = Ματθ. 26.20 ᾿Οψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα)
Φάρασ.
-Lag.
Με εσέ 'ντάμα όργο ντε νίσκεται
(Με σένα μαζί δουλειά δεν γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ένας χερίφος μι τη ναίκα τ'
(Ένας άντρας μαζί με την γυναίκα του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρτ͑α μο τον Πέτρη
(Ήρθα μαζί με τον Πέτρο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Το παιδί πήγεν με το φίδ' 'ντάμα
(Το παιδί πήγε μαζί με το φίδι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ατός μο τ’ άβγο του κάτα ημέρα ξειά 'σ' το γεφύρι σο ποτάμι
(Αυτός με το άλογό του κάθε μέρα πέφτει από το γεφύρι στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το κετσίμιν ντουν μο τις χωρώτοι
(Ο τρόπος διαβίωσής τους με τους χωρικούς)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σο μεμλεκέτι οι ναίdζες τζο καθούσανdαι σο σοφρά μο τις άνdρις τουνε 'ντάμα
(Στην πατρίδα οι γυναίκες δεν κάθονταν στο τραπέζι μαζί με τους άντρες τους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ισύ μι τ᾽ αἴλφό σ᾽ τι μποίκιτ᾽ εχτές;
(Εσύ με τον αδελφό σου τι κάνατε χτές;)
Μισθ.
-Φατ.
Εγὠ ήρτα με τ' Αξενούς εγιώ
(Εγώ ήρθα εδώ με τους Αξιώτες)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Φρ.
Μετ’ εμέ ’σαι μι, μετ’ εκείνο ’σαι μι;
(Με εμένα είσαι, με εκείνον είσαι;˙ Με ποιον είσαι, με μένα ή με κείνον;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
άμα :2, αντάμα, μπαραμπάρια :1
2. Δηλώνει γνώρισμα-ιδιότητα
Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ.
:
Τσ̑ι να χιωρήσω λες; Ένα όμορφο σπίσ̑' μι ένα μέγα αυλή
(Τι να δω, λες; Ένα όμορφο σπίτι με μιά μεγάλη αυλή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τρόσια με τύρπες
(Μυλόπετρες με τρύπες στη μέση)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ξεβαίν̑ει εις άρτουπους μι τἔνα τσ̑ουβάλι
(Βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι)
Σίλ.
-Dawk.
Ένα καλό φυσεμένο γιασμά με τα πιμπίλες φόρ'σα
(Φόρεσα μιά καλή στολισμένη μαντήλα μπιρμπιλωτή)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
β.
Δηλώνει περιεχόμενο
:
Να ρύξει τσ̑αι να 'ναύρει το πιθάρι μο το χαζνά
(Να σκάψει και να βρει το πιθάρι με το θησαυρό
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ντρανά κείνdαι γαζάνια με όιματα, βράζ'νε πιλέβια, και τ’ σπιτιού τα νdοίχς χτισμένα μ’ αρχιωπιού κεφάλια.
(Κοιτάζει, υπάρχουν καζάνια γεμάτα αίμα, βράζουν πιλάφια, και οι τοίχοι του σπιτιού (είναι) χτισμένοι με ανθρώπινα κεφάλια
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φέρισ̑κεν ένα γιαστι̂́χ qαλαγάτια με φαγήματα
(Έφερνε ένα μαξιλάρι δώρα με φαγητά
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Ως συμπλήρωμα ρηματικής ενέργειας που δηλώνει αλληλοπάθεια
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Ογώ μετ' εκείνο γαβγάλ' ειμαι
(Εγώ είμαι μαλωμένος μ' εκείνον)
Φερτάκ.
-Thumb
Ρώτα τα, να ιδούμε μόdε ντίνα φιλήθη
(Ρώτα την να δούμε με ποιον φιλήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Σα μάνα και κόρ' φιλήθανε, τα άντρε με τα άντρε, τα ναίκες με τα ναίκες
(Σα μάνα και κόρη φιλήθηκαν, οι άντρες με τους άντρες, οι γυναίκες με τις γυναίκες)
Ανακ.
-Cost.
Ερ να πασλατίσουμε χαρέdζα μουχαρεπέ μο τις χωρώτοι, πελάς 'α νάρτει σο τσουφάλι μας
(Αν αρχίσουμε τώρα πόλεμο με τους χωρικούς, θα μας έρθει μεγάλος μπελάς στο κεφάλι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Mαργαώgεν μο τη ναίκα του
(Μάλωνε με την γυναίκα του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ένα μέρα λέει με το μαυτού τ'
(Μια μέρα λέει με τον εαυτό του, σκέφτεται)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παίν' γκοιμάται με τ’ βασ̑ιλιού το παιγί
(Πηγαίνει και κοιμάται με τον γιό του βασιλιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'γώ μετ' ιτόνα τζ̑ο πορώ να 'πνώσω
(Εγώ μ' αυτήν δεν μπορώ να κοιμηθώ)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Παροιμ.
Αν ξεὐρισ̑κα ούτσ̑α πολλά, να γκελεdζέψω ητουν μι το Χεό
(Αν ήξερα τόσα πολλά, θα μιλούσα με τον Θεό˙ απάντηση σε αυτούς που κάνουν συνεχώς ερωτήσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Να σεργιανίσ̑' το τι χάλ παλέεις με το αρκούδι
((Να κάτσει να παρατηρεί το πώς παλεύεις με την αρκούδα))
Τελμ.
-Αινατζ.
4. Δηλώνει τρόπο
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Να 'πνώσωμε μο ντο νοbάτι
(Να κοιμηθούμε με την σειρά, με βάρδιες)
Φάρασ.
-Dawk.
Πασλατίσκιν μο τη 'ράδα να κοπανίζει τα τσοτσούχα του
(Άρχισε με την σειρά να δέρνει τα παιδιά του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κερβάνηζ με το ζόρ' πήρε με κι έφ'χεν
(Ο αρχηγός του καραβανιού με άρπαξε με το ζόρι και έφυγε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μο του φυάκνει κάτα ημέρα, πιέσιν τον 'αγό
(Με το να παραφυλά κάθε μέρα, έπιασε τον λαγό)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Κάdζιψιν τζαι είπεν το πουλπούλι μο ινσανού γώσσα
(Μίλησε και είπε το αηδόνι με ανθρώπινη γλώσσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Φα με μο το χουζούρι σου
(Φάε με με την ησυχία σου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Να το ντώκουμ' μι το ιdζά
(Να το νοικιάσουμε (το χωράφι) με ενοίκιο 6 οκάδες παραγωγής)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τζ̑ο σηκώθη, μάκρυνε μο τα τέσσαρα
(Δεν σηκώθηκε, ξάπλωσε με τα τέσσερα πόδια του, ενν. το άρρωστο βόδι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Μ' 'ην πρώτ’
(Με την πρώτη˙ εν πρώτοις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Με το καλό
(Αισίως˙ ευχή για αίσια έκβαση ταξιδιού)
Ανακ., Τροχ., κ.α.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Παροιμ.
Μότ' α βάρτι η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται
(Μ' ένα τριαντάφυλλο η άνοιξη δεν έρχεται˙ Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη)
-Λουκ.Λουκ.
Μ' ένα gιΰλ' ντεν έρχεται καλοκαίρις
(Μ' ένα τριαντάφυλλο δεν έρχεται καλοκαίρι˙ το ίδιο)
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαίτα τα κόλλησα,
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα (Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλάματα τα έψησα
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι τα έχωσα) Σινασσ. -Lag.
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα (Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλάματα τα έψησα
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι τα έχωσα) Σινασσ. -Lag.
β.
Δηλώνει μέσο-όργανο-εργαλείο
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Είχεν σο χέρι τ’ ένα πατερίτσα που γυάλιζεν σαν το φεγγάρι και μετ’ εκείνην την πατερίτσα τάραζεν τον κόσμον
(Είχε στο χέρι του μιά πατερίτσα που γυάλιζε σαν το φεγγάρι και με εκείνη την πατερίτσα φόβιζε τον κόσμο
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ρήν̑ν̑ει του μιτ' ένα σκοιν̑ί, κατεβάν̑ν̑ει του στη χρώστα απέσου
(Τον δένει με ένα σκοινί, τον κατεβάζει μέσα στον λάκκο
)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Κουβάλειναμ' τα εκεί, με τα τσουβάλια φέρισ̑καμ'
(Τα κουβαλάγαμε εκεί, τα φέρναμε με τα τσουβάλια
)
Ανακ.
-Cost.
Με το κόσ̑κινο άσ' σο qουγιού κουβάλ'νεν νερό
(Με το κόσκινο κουβάλαγε νερό από το πηγάδι
)
Φλογ.
-Dawk.
'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνένdα μου
(Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = %iΜατθ.%i 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με
)
Φάρασ.
-Lag.
Σκοτώνκαν μο τα θάλε τσ̑αι μο τα ραβδόκκα αν κουλαdζ̑όκκο
(Σκότωναν με τις πέτρες και με τα ραβδιά ένα φιδάκι
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μες συραίνουν μο τον τσιφτέ τζαι μες καρφώνουν μο το τσίκκι
(Μας πυροβολούν με το τουφέκι και μας τρυπάνε με το τόξο
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ερόδαν μι δα γαϊdούρια
(Έρχονταν με τα γαϊδούρια
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μη φρουκαλαίν’ μο τα βυζία σου, ’α καφτούνται!
(Μην σκουπίζεις με τα βυζιά σου, θα καούν!
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μπαγîρdά τα φσ̑άχα με τα ονούματα τ'νε
(Φωνάζει τα παιδιά με τα ονόματά τους
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έφ'χαν τα μέτερ' αρχιώπ' μετ' εκείνο το φερμάν' τ' Ανdαλλαής
(Έφυγαν οι δικοί μας οι άνθρωποι με εκείνη την Συνθήκη της Ανταλλαγής
)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συ τίς είσαι τζαι μο το λειψό σου τ’ αχίλι 'ίνεσαι κουμασού αφτέν';
(Εσύ ποιος είσαι και με το λειψό σου το μυαλό γίνεται αφεντικό του κοτετσιού;
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Με τι το χτίνεις το τουβάρ, με τέρια;
(Με τι τον χτίζεις τον τοίχο, με πέτρες;
)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Βάφσαν του μι όιμα
(Τον βάφτισαν με αίμα
˙
τον καταλέρωσαν με αίμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Το όιμα μι το όιμα ντέν ντο πλυνίσ̑κουν, μι το λερό το πλυνίσ̑κουν
(Το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα, με το νερό το ξεπλένουν
˙
Δεν πρέπει να είμαστε εκδικητικοί)
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ένα παιδί και τζι παιδί με τα πολλά ζουμbούλια
και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα (Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα) Τελμ. -Lag.
και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα (Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα) Τελμ. -Lag.
5. Δηλὠνει σύγκριση
Ανακ., Φάρασ.
:
Με το βάρο τ' ένα κερί
(Ένα κερί σαν το βάρος (ως τάμα για άρρωστο))
Ανακ.
-Cost.
Τον ντατά μου 'γαπάγω τα μο το μέλι
(Τον μπαμπά μου τον αγαπάω σαν το μέλι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
6. Ως επίρρ., μόνο με τον τύπο μετά, κατόπιν, ύστερα
ό.π.τ.
:
Το κορίτσ̑ι μέτα δύο ημέρες πήρεν το γουτσ̑ά, και έφυγεν
(Το κορίτσι μετά από δύο ημέρες πήρε την πετσέτα και έφυγε)
Ποτάμ.
-Dawk.
Μετά 'υρίστη αγός
(Μετά ο λαγός γύρισε)
Φάρασ.
-Dawk.
Ύστερα μετά ένα χρόνο το κορίτσ̑' πέθανεν
(Ύστερα μετά από ένα χρόνο το κορίτσι πέθανε)
Σίλατ.
-Dawk.
Α-Γιώρης ποίκεν την καγιά, και μετά πάλ’ γένεν άνθρωπο
(Ο Άγιος Γεώργιος την έκανε πέτρα, και μετά πάλι έγινε άνθρωπος)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
οπίσω :4, ύστερα, υστέρου, Πβ.
σόνγκρα