μετανοίζομαι
(ρ.)
μετανοίζομαι
[metaˈnizome]
Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ.
μετανοίζουμαι
[metaˈnizume]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Φερτάκ.
μετανοίζουμι
[metaˈnizumi]
Μαλακ.
μετανoιζιέμι
[metaniˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
μετανοίστα
[metaʹnista]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
Από το νεότ. ρ. μετανοίζω (Λεξ. Κριαρ., λ. μετανίζω), το οπ. από το ουσ. μετάνοια και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Πέφτω στα γόνατα και προσεύχομαι, κάνω μετάνοιες
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
:
Απ’ σαbαχτάν μετανοιζιέτι
(Από το πρωί προσεύχεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μετανοιζούτανdε, πέφτισ̑καν σα πουδάρια, προσ̑κύναναν
(Έκαναν γονυκλισίες, γονάτιζαν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Είχανε και έναν μικρόν εκκλεσιά, είναι καντήλι το μέρος, είναι κονίσμα το μέρος, εκεί μετανοιζόνταν
(Είχανε (στο κελλάρι) και μιά μικρή εκκλησία, είναι το μέρος του καντηλιού, το μέρος του εικονίσματος, και εκεί προσεύχονταν)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κάνω τον σταυρό μου
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
3. Μεταλαμβάνω
Μισθ.
:
Ντα ναίτσις μετανοιζιέντι ’ς ’ν εκκλησ̑ά
(Οι γυναίκες μεταλαμβάνουν στην εκκλησία)
Μισθ.
-Φατ.