μετάλλασμα
(ουσ. ουδ.)
μετάλλασμα
[meˈtalazma]
Αραβαν., Γούρδ.
μετάλλαγμα
[meˈtalaɣma]
Αξ., Φλογ.
Από το αορ. θ. του ρ. μεταλλάζω και το παραγωγ. επίθμ -μα.
1. Αλλαγή
Αξ., Γούρδ.
:
Μεταλλαγμέτ' το βόι
(Το βόδι αλλαγής (εκείνο το οπ. αντικαθιστούσε το κουρασμένο στον ζυγό))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Αλλαγή ρούχων
Αξ., Αραβαν.
2. Αμοιβαία ανταλλαγή
Φλογ.