ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετάλλασμα (ουσ. ουδ.) μετάλλασμα [meˈtalazma] Αραβαν., Γούρδ. μετάλλαγμα [meˈtalaɣma] Αξ., Φλογ. Από το αορ. θ. του ρ. μεταλλάζω και το παραγωγ. επίθμ -μα.
1. Αλλαγή Αξ., Γούρδ. : Μεταλλαγμέτ' το βόι (Το βόδι αλλαγής (εκείνο το οπ. αντικαθιστούσε το κουρασμένο στον ζυγό)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Αλλαγή ρούχων Αξ., Αραβαν.
2. Αμοιβαία ανταλλαγή Φλογ.