μεσημεριάτικος
(επίθ.)
μεσ'μεριάτσικος
[mesimeˈrʝatsikos]
Γούρδ.
Ουδ.
μεσ̑'μεριάσ̑'κο
[meʃmeʹrʝaʃko]
Αραβαν.
μισημεριάτικο
[misimeʹrʝatiko]
Μισθ.
μεσημεριάτικα
[mesimeʹrʝatika]
Φερτάκ.
Από το ουσ. μεσημέρι και το παραγωγ. επίθμ -ιάτικος.
1. Μεσημεριάτικος
ό.π.τ.
2. Το ουδ. ως επίρρ., το μεσημέρι, μεσημεριάτικα
Αραβαν., Μισθ., Φερτάκ.