μεσετζής
(ουσ. αρσ.)
μισ̑έτζ̑ής
[miʃeˈdʒis]
Αξ.
Πληθ.
μισ̑έτζ̑ήγε
[miʃeˈdʒiʝe]
Αξ.
μιρίγε
[miˈriʝe]
Αξ.
Από το ουσ. μεσές όπου και τύπ. μεσ̑έγ’, και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Ξυλοκόπος που έκοβε βελανιδιές
ό.π.τ.