μεσαύρι
(επίρρ.)
μεσαύρι
[meˈsavri]
Σίλ.
Aπό το μεταγν. επίρρ. μεθαύριον με ομαλή για το ιδ. Σίλλης τροπή [θ] > [s].
Μεθαύριο
Συνών.
τάλλταχυ