μεροκάματο
(ουσ. ουδ.)
μεροκάματο
[meroˈkamato]
Μαλακ., Φλογ.
μεροκάμαδου
[meroˈkamaðu]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ἡμεροκάματον.
Ημερομίσθιο
ό.π.τ.