ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερχαμέτι (ουσ. ουδ.) μερχαμέτ͑ι [merxaˈmetʰi] Φάρασ. μα̈ρχα̈μα̈́τι [mærxæˈmæti] Αφσάρ., Φάρασ. μεχρεμέτι [mexreˈmeti] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μερχαμέτι = έλεος, συμπόνια (Mackridge 2021: 38), το οπ. από το τουρκ. ουσ. merhamet = οίκτος (< αραβ. marḥama(t)), όπου και διαλεκτ. τύπ. merhemet. Ο τύπ. μεχρεμέτι με μετάθεση των [r] και [x].
1. Οίκτος, έλεος ό.π.τ.
2. Φιλότιμο, αξιοπρέπεια Φάρασ.