μεριάς
(επίρρ.)
μεριά
[meˈrʝa]
Ανακ., Τελμ., Φλογ.
μεριάς
[meˈrʝas]
Αξ., Μισθ.
Από την αιτ. πτώση του ουσ. μεριά. Ο τύπ. μεριάς με προσθήκη τελικού -ς αναλογ. προς άλλα τοπ. επιρρ. Η επιρρ. χρήση της αιτ. με την σημ. ‘χωριστά’ ήδη μεσν., πβ. Λίβ. Sc. 1386 «τὰ παιδόπουλά μου εἰς ἄλλον τόπον ἔτρεχαν μερέαν καὶ κυνηγοῦσιν».
1. Χωριστά
ό.π.τ.
:
Ντ’ άχυρου χώρ'σαν ντου μεριάς
(Το άχυρο το χώρισαν χωριστά)
Μισθ.
-Dawk.
Μεριάς κεσέ
(Σε χωριστό πουγγί)
Αξ.
-Μαυροχ.
Και μεριάζ-μεριάς πάν dὄνα τ'νε είπεν το να κρέψ̑' το νασίπ
(Και χωριστά-χωριστά ο καθένας τους είπε την τύχη που θα ζητήσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ας το θέκω ιδά μεριά
(Θα το αφήσω εδώ χωριστά)
Φλογ.
-Dawk.
Το μοίρα τ' δώσ' το μεριά
(Το μερτικό του δώσε το χωριστά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'πούχωνάμ' ντου μεριάς, 'πούχωνάμ' ντου όξου απ' τα μορμόρια
(Το θάβαμε χωριστά, το θάβαμε έξω από το νεκροταφείο)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Στα σερνικοί qούρταναν μεριά τραπέζ̑' και σα ναίκες μεριάς τραπέζ̑'
(Στους άνδρες έστρωναν σε χωριστά τραπέζι και στις γυναίκες χωριστά τραπέζι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
χώρια, χωρίς
2. Μτφ., ξεχωριστά, εξαιρετικά
Μισθ.
:
Σαμπαχτανού ντ΄όργου μεριάς 'νι
(Η πρωινή δουλειά είναι το κάτι άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.