μεργκίζι
(ουσ. ουδ.)
μεργκίζι
[merˈɟizi]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. nergis (< περσ.) = νάρκισσος.
Το φυτο νάρκισσος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024