μερά
(ουσ.)
Πληθ.
μεράδες
[meˈraðes]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. mera = βοσκοτόπι.
Βοσκοτόπι
Συνών.
γιαϊλάς
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025