μενεξές
(ουσ. αρσ.)
μενεφσές
[menefˈses]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. μενεξές (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. menekşe.
Μενεξές
Πβ.
μανουσάκι