μεντεσές
(ουσ. αρσ.)
μεdεσές
[meˈdeses]
Μισθ.
μα̈ντα̈σ̑α̈́ς
[mænˈdæʃæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. menteşe.