μεμνουνιέτι
(ουσ. ουδ.)
μεμνουνι-έτι
[memnuˈnieti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. memnuniyet = α) ευχαρίστηση, χαρά β) ευγνωμοσύνη.
Ευχαρίστηση, ευαρέσκεια
:
Ο βασιλός σάλεψεν το τζ̑ουφάλι του, τζ̑' ήδειξεν αβούτσι σο νομάτη το μεμνουνιέτιν του
(Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του, και έδειξε έτσι στον άνθρωπο την ευαρέσκειά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γαναάτι :1, χαβασιλίκι, χάζι, χατίρι :2