ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεμνουνιέτι (ουσ. ουδ.) μεμνουνι-έτι [memnuˈnieti] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. memnuniyet = α) ευχαρίστηση, χαρά β) ευγνωμοσύνη.
Ευχαρίστηση, ευαρέσκεια : Ο βασιλός σάλεψεν το τζ̑ουφάλι του, τζ̑' ήδειξεν αβούτσι σο νομάτη το μεμνουνιέτιν του (Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του, και έδειξε έτσι στον άνθρωπο την ευαρέσκειά του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γαναάτι :1, χαβασιλίκι, χάζι, χατίρι :2