ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατίρι (ουσ.) χατίρι [xaˈtiri] Φάρασ. χατίρ' [xaˈtir] Αξ., Αραβαν., Μισθ. χατι̂́ρ' [xaˈtɯr] Αραβαν., Τελμ. χάτρι [ˈxatri] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. χατίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hatır = χάρη, ικανοποίηση επιθυμίας.
1. Ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη ό.π.τ. : Εγώ αdελφή μ' το χατίρ' ντέν ντο χαλάνω (Εγώ το χατίρι της αδελφής μου δεν το χαλώ) Αραβαν. -Φωστ. Μάνα τουν το χατι̂́ρ' ντέν ντο χάλασαν (Το χατίρι της μάνας τους δεν το χάλασαν) Τελμ. -Dawk. Ρέ σε χαλάσεις χάτ'ρ' μας (Δεν θα μας χαλάσεις το χατίρι) Σίλ. -Καρίπ. || Φρ. Σαϊdι̂́ζω χατίρ' (Λογαριάζω χατίρι˙ Σέβομαι, εκτιμώ) Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Τσακώνω χατίρ' (Σπάζω χατίρι˙ Προσβάλλω. Πβ. το τουρκ. φρ. <em>hatır kırmak</em> = θίγω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το στσ̑υλ-λί του να μην έσ̑ει χατίρι, αυτέν' ντου έσ̑ει χατίρι (Το σκυλί του αν δεν έχει χατίρι, ο αφέντης του έχει χατίρι˙ Όταν δεν κάνουμε κάτι για χάρη κάποιου αλλά για χάρη ενός δικού του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ευχαρίστηση Σίλ. Συνών. γαναάτι :1, μεμνουνιέτι, χαβασιλίκι, χάζι
3. Μνήμη, νους Φάρασ. Συνών. ακίλι :1, κουρσάχι, μυαλό, νους :1, φικίρι
4. Εύνοια Φάρασ.