χατίρι
(ουσ.)
χατίρι
[xaˈtiri]
Φάρασ.
χατίρ'
[xaˈtir]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
χατι̂́ρ'
[xaˈtɯr]
Αραβαν., Τελμ.
χάτρι
[ˈxatri]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. χατίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hatır = χάρη, ικανοποίηση επιθυμίας.
1. Ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη
ό.π.τ.
:
Εγώ αdελφή μ' το χατίρ' ντέν ντο χαλάνω
(Εγώ το χατίρι της αδελφής μου δεν το χαλώ)
Αραβαν.
-Φωστ.
Μάνα τουν το χατι̂́ρ' ντέν ντο χάλασαν
(Το χατίρι της μάνας τους δεν το χάλασαν)
Τελμ.
-Dawk.
Ρέ σε χαλάσεις χάτ'ρ' μας
(Δεν θα μας χαλάσεις το χατίρι)
Σίλ.
-Καρίπ.
|| Φρ.
Σαϊdι̂́ζω χατίρ'
(Λογαριάζω χατίρι˙ Σέβομαι, εκτιμώ)
Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσακώνω χατίρ'
(Σπάζω χατίρι˙ Προσβάλλω. Πβ. το τουρκ. φρ. <em>hatır kırmak</em> = θίγω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλ-λί του να μην έσ̑ει χατίρι, αυτέν' ντου έσ̑ει χατίρι
(Το σκυλί του αν δεν έχει χατίρι, ο αφέντης του έχει χατίρι˙ Όταν δεν κάνουμε κάτι για χάρη κάποιου αλλά για χάρη ενός δικού του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Εύνοια
Φάρασ.