ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάφτω (ρ.) χάφτω [ˈxafto] Γούρδ., Σινασσ. Από το μσν. ρ. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt>ft], από το αρχ. κάπτω = καταπίνω με βουλιμία. Ο τύπ. χάφτω νεότ.
1. Αρπάζω κάτι και το καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα Γούρδ. : Με το στόμα σ' μούιες χάφτεις (Με το στόμα σου χάφτεις μύγες) Γούρδ. -Καράμπ.
2. Ποτίζω Σινασσ. Συνών. αρδεύω, ποτίζω :2