χάφτω
(ρ.)
χάφτω
[ˈxafto]
Γούρδ., Σινασσ.
Από το μσν. ρ. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt>ft], από το αρχ. κάπτω = καταπίνω με βουλιμία. Ο τύπ. χάφτω νεότ.
1. Αρπάζω κάτι και το καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα
Γούρδ.
:
Με το στόμα σ' μούιες χάφτεις
(Με το στόμα σου χάφτεις μύγες)
Γούρδ.
-Καράμπ.