ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρδεύω (ρ.) αρντεύγου [arˈdevɣu] Σίλ. αδρεύω [aˈðrevο] Σινασσ. ’δρεύω [ˈðrevo] Ποτάμ., Φάρασ. ’δρεύτω [ˈðrefto] Φάρασ. Παρατατ. 'δρεύτινκα [ˈðreftinka] Φκόσ. Αόρ. άρδευσα [ˈarðefsa] Σίλατ. Παθ. ’δρεύομαι [ˈðrevome] Φάρασ. Αρχ. ρ. ἀρδεύω με μετάθ. υγρού. Κατά τον Ανδριώτη (1948: 56) από το αρχ. ὑδρεύω με αποβολή του αρκτ. [i]. O τύπ. ’δρεύτω αναλογ. προς χειλικόληκτα ρ. όπως ράφτω, σκάφτω κ.τ.ό. βάσει του κοινού αορ. Η λ. και Πόντ. με τύπ. αρδεύω (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀρδεύω).
Αρδεύω, ποτίζω φυτά σε κτήμα, περιβόλι ό.π.τ. : Τα τοπία ’δρεύονdαι (Τα χωράφια αρδεύονται) Φάρασ. -Ανδρ. Που τα ’δρεύομε τη νύχτα τα πλίναρα, έρχονdαι Τούρκοι και μας φοβερίζουν (Ενώ ποτίζουμε την νύχτα τα υδρόφιλα χωράφια, έρχονται Τούρκοι και μας φοβερίζουν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 'δρευτίνκεν τα 'βκάdζ̑α, γασμαλατίσκεν τα, 'ρύσκεν τα (Άρδευε τα αυλάκια, τα τσάπιζε, τα έσκαβε) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Συνών. ποτίζω, χάφτω