αργός
(επίθ.)
αργός
[arˈɣos]
Τελμ., Φλογ.
Αρχ. επίθ. ἀργός.
O βραδύς στην κίνηση και την εκτἐλεση έργου, μόνο σε άσμ.
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και μήνας πένdε
Έγρεψεν αρνιακό κρέας και μαύρου προβάτου γάλα
Ας σαλδίσουμ' το μίσθαργο, ο μίσθαργος αργός 'ναι (Aρρώστησε ο Ακρίτης μου ένα χρόνο και πέντε μήνες
Ζήτησε αρνίσιο κρέας και γάλα μαύρου προβάτου
Ας στείλουμε τον υπηρέτη, ο υπηρέτης είναι αργός) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. βαρύς
Έγρεψεν αρνιακό κρέας και μαύρου προβάτου γάλα
Ας σαλδίσουμ' το μίσθαργο, ο μίσθαργος αργός 'ναι (Aρρώστησε ο Ακρίτης μου ένα χρόνο και πέντε μήνες
Ζήτησε αρνίσιο κρέας και γάλα μαύρου προβάτου
Ας στείλουμε τον υπηρέτη, ο υπηρέτης είναι αργός) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. βαρύς