αρέσω
(ρ.)
αρέσω
[aˈreso]
Ανακ., Σινασσ.
αρέζου
[aˈrezu]
Μισθ.
αρέθω
[aˈreθo]
Σινασσ.
Παρατατ.
άρεζα
[ˈareza]
Μισθ., Φερτάκ.
άριζα
[ˈariza]
Μισθ.
Αόρ.
άρεσα
[ˈaresa]
Ποτάμ.
άρισα
[ˈarisa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. ἀρέσω από το αρχ. ἀρέσκω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Οι τύπ. αρέθω, αρέζω νεότ.· για την ετυμολογ. και τις μαρτυρίες τους σε ν.ε. ιδιώμ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀρέσω.
1. Ευχαριστιέμαι από κάτι, επιθυμώ, θέλω κάτι
ό.π.τ.
:
Ετό πολύ το αρέσω
(Αυτό μου αρέσει πολύ)
Ανακ.
-Cost.
Οι γονείς άρεζαν το κορίτσι
(Το κορίτσι άρεσε στους γονείς)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ας πάω το Νέφσ̑εχιρ· αν το αρέσω, ας πάρω ένα σπίτ', ας κάτσω
(Ας πάω στο Νέφσεχιρ· αν μου αρέσει, ας πάρω ένα σπίτι, ας κάτσω)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Άρεζι ό,τι δου γίνιξαν
(Της άρεζε ό,τι της έδιναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το βασιλόπαιδο θα την παίρνισκεν και χωρίς την άδεια του βασιλιά άμα θέλεσεν να ποίκ' την γνώμη του του γιου τ' για να αρέσει άλληνα
(Το βασιλόπουλο θα την έπαιρνε και χωρίς την άδεια του βασιλιά αλλά (ο τελευταίος) ήθελε να πείσει τον γιο του να του αρέσει κάποια άλλη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Δεν μ' αρέθεις, τι με τρανάς;
(Δεν σου αρέσω, τι με κοιτάς;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μετ' ετούτα τα ρούχα 'ς εσένα κανείς δεν σε αρέθ'
(Με αυτά τα ρούχα σου εσύ δεν αρέσεις σε κανέναν)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Βασιλέας είπεν σην αλιπίκα: «Γιατί τρανά αβούτσ̑α;», και αλιπίκα είπεν «Δεν ντ' άρεσεν, και για κείνο»
(Ο βασιλιάς είπε στην αλεπού: «Γιατί κοιτά έτσι;». Και η αλεπού είπε: «Δεν του άρεσε (η ένδυση που του έδωσες), και γι'αυτό»)
Ποτάμ.
Ήρταν, ράντσαν 'δετσιζού, δεν ντα άρισαν
(Ήρθαν, είδαν εκεί, δεν τους άρεσαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντέ ντου κρέισκα, ντέ ντου άριζα
(Δεν τον ήθελα, δεν τον γούσταρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Να διούμε τίνα ν' αρέσω, να διούμ' τίνα να πάρω
Τον κύρη Αλέξη άρεσα, τον κύρη Αλέξη θέλω (Να δούμε ποιος να μου αρέσει, να δούμε ποιον θα πάρω
Ο κυρ Αλέξης μου άρεσε, τον κυρ Αλέξη θέλω) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Ένα μικρό τουρκόπουλο του βασιλιά κοπέλι
μια ρωμιοπούλα άρεσε κι εκείνη δεν τον παίρνει (Ένα μικρό τουρκόπουλο, υπασπιστής του βασιλιά,
του άρεσε μιά ελληνοπούλα κι εκείνη δεν τον παίρνει) Σινασσ. -Lag. Συνών. χαζλαντίζω
Τον κύρη Αλέξη άρεσα, τον κύρη Αλέξη θέλω (Να δούμε ποιος να μου αρέσει, να δούμε ποιον θα πάρω
Ο κυρ Αλέξης μου άρεσε, τον κυρ Αλέξη θέλω) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Ένα μικρό τουρκόπουλο του βασιλιά κοπέλι
μια ρωμιοπούλα άρεσε κι εκείνη δεν τον παίρνει (Ένα μικρό τουρκόπουλο, υπασπιστής του βασιλιά,
του άρεσε μιά ελληνοπούλα κι εκείνη δεν τον παίρνει) Σινασσ. -Lag. Συνών. χαζλαντίζω
2. Φαίνομαι αρεστός, ευχάριστος, κάνω κάποιον να ευχαριστηθεί
Μισθ.
:
Αρέζου σα κορίτσ̑α
(Αρέσω στα κορίτσια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σκληρά μ' αρέζ'νι
(Αυτά μου αρέσουν σκληρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άρισι σι;
(Σου άρεσε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντε μας αρέζ' ιτά δου ντουβάρ, κρούουμ' χαλάμ' ντο
(Δεν μας αρέσει αυτός ο τοίχος, τον βαράμε, τον γκρεμίζουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ούτσα άρεζιν του τσι το κάκα μ' να λέει μα̈σάλια
(Έτσι άρεσε και της γιαγιάς μου να λέει παραμύθια)