αριά
(επίρρ.)
αριά
[aˈrʝa]
Γούρδ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀραιά (με συνίζ.) από το αρχ. επίθ. ἀραιός.
Χωρίς συνοχή, με κενά διαστήματα (στον χώρο ή στον χρόνο), με μικρή ποσότητα ή συχνότητα
Συνών.
σεϊράκια