ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αριαλού (επίθ.) αριαλού [arʝaˈlu] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Από το ουσ. αϊράνι, όπου και τύπ. αριάν' και το παραγωγ. επίθμ. -λής, πβ. τουρκ. επίθ. ayranlı = αυτός που περιέχει αϊράνι.
Για φαγητά, αυτός που περιέχει αϊράνι ό.π.τ. : Αριαλού φαγί-φαΐ (Σούπα με βρασμένο κουρκούτι και αϊράνι-νερωμένο γιαούρτι. Πβ. τουρκ. ayranlı çorba.) ό.π.τ.