αρετσούκα
(επίρρ.)
αρετσούκα
[areˈtsuka]
Φάρασ.
αρεσούκα
[areˈsuka]
Φάρασ.
Από το επίρρ. αρέτσα και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Τώρα δα.
Συνών.
αρέτσα :3, εδαρίτσικα