ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άργος (ουσ. ουδ.) άργος [ˈarɣοs] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. άρχος [ˈarxos] Φλογ. Από το επίθ. αργός με αναβιβασμό του τόνου πιθ. ως ουσιαστικοπ. (κατά τα χοντρός-χόντρος κ.τ.ο).
Εκκλησιαστική αργία ό.π.τ. : Ρεσπότσης ποίκιν ντουν μπαπάν άργος (Ο δεσπότης επέβαλε στον παπά εκκλησιαστική αργία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήρτεν Δεσπότης, πήρεν το χαΐ παιρπαινίσ̑κει το Νέιτε να το ποίκ' άρχος (Ήρθε ο Δεσπότης, τον πήρε, και εμπρός τον πηγαίνει στην Νίγδη να τον θέσει σε αργία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361