αργόδια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
αργόια
[arˈɣoia]
Μισθ.
Σύμφωνα με τον Κωστάκη (1977: 199) από το αρχ. ουσ. ἄρκυς = δίκτυ κυνηγού. Η λ. πρέπει να συνδέεται και με τον τεχνικό όρο αρκός = είδος δικτυού (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀρκός).
Δίχτυα
:
Χέκαμ' ντ' αργόια
(Στήσαμε τα δίχτυα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να χέκουμ’ αργόια 'ς τη φωλιά να πιάσουμ’ το πουλί
(Να στήσουμε δίχτυα στην φωλιά να πιάσουμε το πουλί)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Συνών.
πλεμάτι