ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργά (επίρρ.) αργά [arˈɣa] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. αργκά [arˈga] Ουλαγ. αργάς [arˈɣas] Μαλακ., Σίλατ., Σίλ. Από το μεσν. επίρρ. ἀργά. Ο τύπ. αργάς με προσθήκη τελικού αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε .
1. Με αργό τρόπο, χωρίς βιασύνη ό.π.τ. : Πορπατά αργά (Περπατάει αργά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Αργ' ας λουστ' η καλάνα μου, αργά ας πλυθ' η καλή μου
Αργ' ας φέρει το γέμα μου, το μεσημερινό μου
(Αργά ας λουστεί η καλή μου, αργά ας πλυθεί η καλή μου
Αργά ας φέρει το γεύμα μου το μεσημεριανό μου)
Σίλατ. -ΙΛΝΕ
Συνών. αγάλια :1, βαριά, γιαβάς
2. Αργά, με καθυστέρηση, καθυστερημένα Αραβαν. : Κόφτσ̑ει ένα καλό φόρτωμα και φέρισ̑κέν το αμ-μά, ασ' το ήτουν μακριά, 'πόμ'νε αργά και κϋλχανdζής έφυγε (Κόβει ένα καλό φόρτωμα και το 'φερνε αλλά, επειδή ήταν μακριά, άργησε, και ο θερμαστής έφυγε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Το απόγευμα, το βράδυ κ.α., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. : Αργά έλα (Ἐλα το βράδυ ) Σινασσ. -Αρχέλ. Ταχύ αργά (Αύριο το βράδυ ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Απού αργάς ήρταν ντα εφτά τα αθρώπ' και τράν'σανε τα γεμέκια τ'νε, ήτανdε κΰτια (Αργά το απόγευμα ήρθανε οι εφτά άνθρωποι και είδανε τα φαγητά τους και έλειπαν ) Σίλατ. -Dawk. Αργάς ήρτι 'ς του σπίτσ̑ι (Ἠρθε αργά στο σπίτι ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ασ' ταχύ ως αργά βόσ̑κεις και κείσαι (Από το πρωί ως το βράδυ διαρκώς περιφέρεσαι ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.