αραπτασάνος
(ουσ. αρσ.)
αραπτασ̑άνος
[araptaˈʃanos]
Αξ.
αραπτασ̑άνους
[araptaˈʃanus]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. arap tavşani =μικρό τρωκτικό, ίσως το allactaga tetradactyla.