μαραμουδιά
(ουσ. θηλ.)
μαραμουδιά
[maramuˈðʝa]
Σινασσ., Φλογ.
μαραμούγια
[maramuˈʝa]
Αξ.
μαραbουdιά
[marabuˈdʝa]
Αξ.
Αρσ.
παραποδιός
[parapoˈðʝos]
Αξ.
Πληθ.
παραποδιόδια
[parapoˈðʝoðʝa]
Αξ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. σαμαμίθιον με επίδρ. της λ. μαμούκι (< μεσν. τύπ. μαμούδι) ή με υποχωρητ. αφομ. [s-m>m-m]. Ο τύπ. παραποδιός από τον τύπ. μαραbούdια με υποχωρητ. αφομ. ως προς τρόπο άρθρωσης.
Τροποποιήθηκε: 22/08/2025