ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαραμουδιά (ουσ. θηλ.) μαραμουδιά [maramuˈðʝa] Σινασσ., Φλογ. μαραμούγια [maramuˈʝa] Αξ. μαραbουdιά [marabuˈdʝa] Αξ. Αρσ. παραποδιός [parapoˈðʝos] Αξ. Πληθ. παραποδιόδια [parapoˈðʝoðʝa] Αξ. Πιθ. από το μεσν. ουσ. σαμαμίθιον με επίδρ. της λ. μαμούκι (< μεσν. τύπ. μαμούδι) ή με υποχωρητ. αφομ. [s-m>m-m]. Ο τύπ. παραποδιός από τον τύπ. μαραbούdια με υποχωρητ. αφομ. ως προς τρόπο άρθρωσης.
Σαμιαμίδι, μικρή σαύρα ό.π.τ. Συνών. κολοβέστρα :1
Τροποποιήθηκε: 22/08/2025