μαραμουδιά
(ουσ. θηλ.)
μαραμουδιά
[maramuˈðʝa]
Σινασσ., Φλογ.
μαραbουdιά
[marabuˈdʝa]
Αξ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. σαμαμίθιον με επίδρ. της λ. μαμούκι (< μεσν. τύπ. μαμούδι).
Σαμιαμίδι, μικρή σαύρα
ό.π.τ.