μαπούσι
(ουσ. ουδ.)
μαπούσι
[maˈpusi]
Σατ., Φάρασ.
μαπούσ'
[maˈpus]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. mahpus = φυλακισμένος (< αραβ. maḥbūs), όπου και διαλεκτ. τύπ. mapus (Tietze 2018: λ. mahbus).
1. Φυλακισμένος
Φάρασ.
:
Ἐβγκαλ΄ τις μαπούσοι 'σ' το χαπισλιέχι
(Βγάλε τους φυλακισμένους από την φυλακή)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Φυλακή, κρατητήριο
Σατ., Φάρασ., Φλογ.
:
Παγάσαν μι σο μαπούσι
(Με πήγαν στην φυλακή)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Παιρπήγαν το άνdρα τ’ σο μαπούσ’
(Πήγαν τον άντρα της στη φυλακή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ζιντάνι, μαπουσλιέχι, μαπούσχανες, χαπίσι