ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντένι (ουσ. ουδ.) μαdένι [maˈdeni] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. μαdέν' [maˈden] Σινασσ. μεdένι [meˈdeni] Φάρασ. ματένι [maˈteni] Φάρασ., Φκόσ. ματα̈́νι [maˈtæni] Αφσάρ. μετένι [meˈteni] Φάρασ. ματέμι [maˈtemi] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μαντένι (Μηνάς 2012: 258), το οπ. από το τουρκ. ουσ. maden = α) μεταλλείο β) ορυκτό μετάλλευμα.
1. Μεταλλείο ό.π.τ. : Παχουρού μαdένι (Μεταλλείο χαλκού) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Σιδερού μαdένι (Μεταλλείο σιδήρου) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Στου Φαρασού το μαdένι ήρχονταν και οι Αφσαρώτοι και Φκοσώτοι για σίδερο (Στο μεταλλείο των Φαράσων έρχονταν και οι Αφσαριώτες και οι Φκοσιώτες για σίδερο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατό το ματένι είχαμεν τα 'σ' τον προπαππούκα μας (Αυτό το μεταλλείο το είχαμε από τον προπάππου μας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Η λ. και ως τοπων.
2. Μαντέμι, χυτοσίδηρος Φάρασ.