μανσίπι
(ουσ. ουδ.)
μανσι̂́π'
[manˈsɯp]
Μαλακ.
Πληθ.
μανσι̂́πια
[manˈsɯpça]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. μανσούπι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 9.8.3 «τὸν ἐδόθη καὶ μανσούπι τὸ Μερᾶς ἀγιαλέτι»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mansıp (< αραβ. mansıb) = αξίωμα.
Θέση, βαθμός
Συνών.
τερετσές