μανίζω (II)
(ρ.)
μανίζω
[maˈnizo]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. μανίζω < αορ. ἐμάνην < αρχ. μαίνομαι.
Θυμώνω
Συνών.
κιζτώ, μαυρώνω, νταριλντίζω, ορκελεντώ, χολιάζω :2