μανές
(ουσ. αρσ.)
μανές
[maˈnes]
Αραβαν., Σατ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
μανέδε
[maʹneðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mâna = α) σημασία, ερμηνεία β) έκφραση προσώπου γ) αιτία, κίνητρο δ) όραμα, οπτασία (Redhouse).
1. Έννοια, σημασία, ερμηνεία
Φάρασ., Φλογ.
:
Είπα ατό του λέ' το κορίτσι του τεκελεμέ το μανέ
(Είπα την ερμηνεία του αινίγματος που λέει το κορίτσι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το δωδεκάρ' 'τον άκουσε εττά λογιού το μανέ δίν' σο τζιφτζή εκατό λίρες
(Το συμβούλιο όταν άκουσε τη σημασία, την ερμηνεία αυτού του λόγου, δίνει εκατό λίρες στον γεωργό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
άσλι
2. Αιτία, κίνητρο
Φάρασ.
:
'γώ το του γιάγω το μανέν του τζ̑ο πορώ να σε τα ειπώ
(Εγώ τον λόγο που γελώ δεν μπορώ να σου τον πω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
άκρα, νιαμάς
3. Σημάδι, οιωνός
Αραβαν.
:
Ούλ-λα τουν σ̑άισαν γκαι πόμ’ναν· «ετό καλό μανέ ντέ ’ναι» είπαν
(Όλοι τους σάστισαν κι έμειναν έκπληκτοι· «αυτό δεν είναι καλό σημάδι» είπαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
νισάνι :3, σημάδι :5
4. Νέα, ειδήσεις
Σατ.
:
Ρώτ’σε με, ’γώ πάλι είπα το μανέ του
(Με ρώτησε, κι εγώ του είπα τα νέα που ήθελε)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Συνών.
χαβατίσι, χαμπάρι