ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανάλι (ουσ. ουδ.) μαναΐλ' [manaˈil] Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ. μανάιλι [maˈnaili] Αραβαν., Ουλαγ. μανάιλ' [maˈnail] Μισθ., Φερτάκ. μανάλι [maˈnali] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. μανάλ' [maˈnal] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τσελτ., Φερτάκ., Φλογ. μαλάλ' [maˈlal] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μανουάλι < λατιν. (candelabrum) manuale. Ο τύπ. μανάλι νεότ., στον Σομ. Για τον τύπ. βλ. Χατζιδάκις (1934: 598). O τύπ. μαλάλ' με υποχωρ. αφομ.
1. Μανουάλι, κεροστάτης Σίλ.
2. Λαμπάδα ό.π.τ. : Άι Βαρβάρα να σι ντώκουμ’ λά’ι, μανάλια τσ̑ι να μας λιαρώεις (Αγία Βαρβάρα, να σου δώσουμε λάδι, κεριά και εσύ να μας κανεις καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έταξα 'να μανάιλ' σουν ντου μπόι μ' (Έταξα μιά λαμπάδα ίσα με το μπόι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Με το μπόι τ’ μανάλ’ (Λαμπάδα ίσαμε το μπόι του) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντα μανάϊλια γιάφτου ντα (Τις λαμπάδες τις ανάβουν) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συντάγην τα 'νος χ̇ια τζερού μανάλι (Του έταξε (ενν. του Θεού) μιά λαμπάδα κεριού μιας οκάς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Τσείδι αν ντου μαναΐλ' (Είναι σαν την λαμπάδα˙ είναι στητός, αγέρωχος) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Μανάλια τσ̑ιτσ̑ικλούδιασαν ((Οι λαμπάδες στολίστηκαν με λουλούδια)) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Ν' τ' ανάψουμε μανάλε τσαι τσ̑ερία,
ευσ̑ήν του να πάρουμε τσ̑αι τη βκοΐα
(Να του ανάψουμε λαμπάδες και κεριά,
να πάρουμε την ευχή του και την ευλογία)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. λαμπάδα
3. Μετων., παγοκρύσταλλος που κρέμεται από την στέγη Ανακ. Συνών. κιλίτσι, λιλίτσι