ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαμμή (ουσ. θηλ.) μαμμή [maˈmi] Αραβ., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσουχούρ. Μεσν. ουσ. μαμμή (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το αρχ. ουσ. μάμμη = μητέρα.
1. Μαμμή, μαία ό.π.τ. : Και εκεί τα μπαλντίζες του και τσ̑η μαμμή έσκαψεν σο μεϊντέν γερί τρία qουγίδια, και πίχωσέν ντα άσα μέσα κάτω (Και για τις συννυφάδες και για την μαμμή, έσκαψε τρεις τρύπες στην πλατεία και τις έθαψε από την μέση και κάτω) Τελμ. -Dawk. Τρέξε στη μαμμή, κόπαν τα νερά τ’ (Τρέξε στην μαμμή, έσπασαν τα νερά της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το μαμμή το σιάζει, το κεφάλι, το μύτ’, το σαγόν’ (Η μαμμή το ισιώνει, το κεφάλι, την μύτη, το σαγόνι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Η επέ του ήτουνι μαμμή τοχτόρ, φτένκινι τζαι τσακωμένα πράδα, σ̑έρα (Η γιαγιά του ήτανε μαμμή με ιατρικές γνώσεις, έφτιαχνε και σπασμένα πόδια, χέρια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Το λεχώνα αγκάλινσκε ετό το ναίκα, και απεπίσω το μαμμή το παιdί παίρνισκε το (Η λεχώνα αγκάλιαζε αυτή την γυναίκα, και αποπίσω η μαμμή έπαιρνε το παιδί) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ. || Φρ. Πήγε για μαμμή κι ήρτε για λοχούσα (Πήγε για μαμμή και ήρθε για λεχώνα˙ γι' αυτούς που αργοπορούν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βάγια, εμπέ :1, μαμμούκα :2
2. Γιαγιά Σίλ. : Μαμμή βέμπει μου ένα σαλά σ̑ύκα κι απίρια (Η γιαγιά μου στέλνει ένα σάκκο σύκα και αχλάδια) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Συνών. εμπέ :2, κάκα :1, μαμμού, μάνα, Πβ. πρόμαμμη