μαμαλίγκα
(ουσ. θηλ.)
μαμαλίga
[mamaˈliga]
Σινασσ.
Από το ρουμαν. ουσ. mămăligă = χυλός μέσω της τουρκ. (Redhouse).
Είδος χυλού από καλαμποκάλευρο.