μαλλί
(ουσ. ουδ.)
μαλλί
[maˈli]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
μαλ̑λ̑ί
[maʹʎi]
Σίλ.
Πληθ.
μαλλία
[maˈlia]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
μαλλιά
[maˈʎa]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. μαλλίον. Ο τύπ. μαλλί νεότ.
1. Μαλλί ανθρώπου
ό.π.τ.
:
Αλτουνένια μαλλιά
(Χρυσαφένια μαλλιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Πήρεν το κορίτσ̑’ άσ’ ’α μαλλιά, και έθεκέν ντο το άλογο απάνω
(Πήρε το κορίτσι από τα μαλλιά και το έβαλε πάνω στο άλογο)
Τελμ.
-Dawk.
Έπιασα τα όπ’ τα μαλλιά
(Το έπιασα από τα μαλλιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήτον ένα ναίκα γκϋζέλ, σαρΰδια μαλλιά έχισκε, μακριά
(Ήταν μιά ωραία γυναίκα, είχε ξανθά μαλλιά, μακριά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το κορίτσ’ σήκωσεν τα μαλλία ’ς Μαρκάλτσας την καρδίαν ’πό πάνου τζαι γαβούσ̑ισεν τα
(Το κορίτσι σήκωσε τα μαλλιά της δράκαινας πάνω από το στήθος της και την βύζαξε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σα χελεσ̑έδια καθούτανε τα ναίκες με τα φλουριά σα κεφάλια τ’νε και τα μαλλιά τ’νε όλο φιτίλια ψιλά ψιλά πλεγμένα
(Στις συντροφιές κάθονταν οι γυναίκες με τα φλουριά στα κεφάλια τους και τα μαλλιά τους πλεγμένα λεπτές λεπτές πλεξίδες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Τιτί έκουψις τα μαλλία μου;
(Γιατί μου έκοψες τα μαλλιά;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Λέ’ να αφήκου μαλλιά μεγάλα
(Σκέφτομαι να αφήσω μακριά μαλλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Του όλιου τα μαλλιά
(Του ήλιου τα μαλλιά˙ οι ακτίνες του ήλιου)
Ανακ., Δίλ.
-Κωστ.Α.
Τρομάζει το μαλλί μου
(Τρομάζει το μαλλί μου˙ ανατριχιάζω από το φόβο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Έφαεν τ͑άνα τα μαλλιά τ’
(Το μοσχάρι του έφαγε τα μαλλιά˙ για φαλακρό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑ιφώτης είσαι και τα μαλλιά σου είναι έτσι;
(Καλικάντζαρος είσαι και είναι τα μαλλιά σου έτσι;˙ για αχτένιστο με ανακατεμένα μαλλιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Η ναίκα έσ̑ει μακρα̈́ μαλλία, άμα τ’ αχίλι τ’ς έν’ λειψό
(Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά, όμως ο νους είναι λειψός˙ για τις στερεότυπες αντιλήψεις ότι οι γυναίκες δεν είναι συνετές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πήγες σο μύλο μ’ κι άσπρισες τα μαλλιά σ’;
(Στον μύλο πήγες και άσπρισες τα μαλλιά σου;˙ για τους ηλικιωμένους που ωστόσο δείχνουν απειρία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Λύε με, μάνα μ’ λύε με, τα χρόνια μ’ δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλία μ’
(Λύσε με, μάνα, λύσε, με, τα χρόνια μου δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλιά μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χάρε μου σάλδα με απ’ τα μαλλιά και πιάσε με ασ' τα χέρι
(Xάρε, άφησέ με από τα μαλλιά και πιάσε με από τo χέρι)
Ανακ.
-Αινατζ.
Μάνα, μάνα γλυκειά μάνα, τράβησ' τα μαλλιά μ' και ξέβα
(Μάνα, μάνα, γλυκειά μάνα, τραβήξου από τα μαλλιά μου και βγες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κεκίλι :2, Πβ.
κουκούλι
2. Μαλλί ζώου
ό.π.τ.
:
Μαλλιού τα πορόστσ̑α
(Οι μάλλινες κάλτσες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Προβατιού μαλλιά
(Μαλλιά προβάτου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ακάμωτο μαλλί
(Μαλλί που δεν έχει κλωστεί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μαλλιού ντο κάμνημα
(Το γνέσιμο του μαλλιού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γράνιξαν τα μαλλιά
(Έξαιναν τα μαλλιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να σ’ ρώσου μαλ̑λ̑ί, ποίσ’ τα όργου
(Να σου δώσω μαλλί, κάνε το νήμα)
Σίλ.
-Dawk.
Ντα γιοργάνια μας τσειόδαν απ’ τ’ προγάτ' ντα μαλλιά
(Τα παπλώματα μας ήταν από μαλλιά προβάτου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο μαλλί καμνημένο 'ναι
(Το μαλλί είναι κλωσμένο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πούλ’σα μαλλιά και qόρασα ακατσούκες
(Πούλησα μαλλιά και αγόρασα τσουκάλια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Του ντεβεδιού τα μαλλιά καλά ήταν σο λάλημα
(Το μαλλί της καμήλας ήταν καλό για το μάτιασμα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Νιούγου μαλ̑λ̑ί σε τα κάμου στ’ αρντάχτσι
(Λίγο μαλλί θα το γνέσω στο αδράχτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα τζαι παίρκαν κοτσί, κ’θάρι τζαι τζαχρί
(Έδιναν (ενν. οι βοσκοί) στους χωρικούς μαλλί, τυρί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Κάμισ̑κεν μαλλί
(έκανε μαλλί˙ έγνεθε το μαλλί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κάμου μαλλί
(Κάνω μαλλί˙ γνέθω μαλλί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γέναν μαλλίν γκαι κουβάρ’
(έγιναν μαλλί και κουβάρι˙ μάλωσαν έντονα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κεκίλι :2, Πβ.
κούρες
4. Μάλλινο ύφασμα
Αραβαν., Δίλ., Σίλ.
:
Άσπουρου μαλλί
(άσπρο μάλλινο ύφασμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιά πλακιά βαλλίσ̑καμ’ σο στήχι τ’ γιά μαλλιά
(Ή πλάκες ζεστές βάζαμε στο στήθος του (ενν. του αρρώστου) ή μάλλινα σκεπάσματα)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
μάλλινος :2