μαλέζι
(ουσ. ουδ.)
μαλέζι
[maˈlezi]
Φάρασ.
μαλέζης
[maˈlezis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. malez < αρμεν. malez) = α) πολτός, υδαρής χυλός ως ζωοτροφή β) πολτός μούστου, βλ. Καραποτόσογλου (1988: 223). Κατά τους Τομπαΐδη & Συμεωνίδη (2002, λ. μαλέζιν) από το περσ. ουσ. māleş = α) τρίψιμο, κοπάνισμα β) ζύμωση. Η λ. και Πόντ.
1. Ως επίθ., κυρίως για φαγητό, μαλακός, υδαρής
Συνών.
γιουμουσάχης, μαλακούτσικος, νερωτός, τσιβίχι
2. Χυλός από αλεύρι, κουρκούτι
β.
Ως ουσ., η μουσταλευριά