ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλαματιώνας (επίθ.) μαλαματιώνας [malamaˈtçonas] Σινασσ. Από το ουσ. μάλαγμα, όπου και τύπ. μάλαμα, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μαλαματένιος, χρυσός Σινασσ. : || Ασμ. Βάζ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματιώνας,
και τα καλιγοσύνια του ούλα μαργαριταριώνας
(Βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
και τα πέταλά του όλα μαργαριταρένια)
Σινασσ. -Σωφρον.