μαλά
(ουσ. θηλ.)
μαλά
[maˈla]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mala =α) λασπωμένα και πατημένα άχυρα που απομένουν μετά το αλώνισμα των σιτηρών β) τσόχα ή λινάτσα ως υπόστρωμα σέλλας της καμήλας γ) πατσαβούρι για καθάρισμα (THADS, λ. mala Ι και mala V). Πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. μαλαγή = ζύμωμα, πβ. τουρκ. δάν. malay = είδος χυλού.
Λάσπη από γύψο, νερό, γάλα, αβγά και ίνες λιναριού, που χρησιμοποιούταν για την επένδυση των εσωτερικών τοίχων του σπιτιού
Πβ.
αϊράνι, κορασάνι :1, λοκούμι