ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοκούμι (ουσ. ουδ.) λουκούμ' [luˈkum] Σινασσ. λοκούμι [loˈkumi] Σίλ. λοκούμ' [loˈkum] Ανακ. λοqούμ' [loˈqum] Μισθ., Φλογ. λοχούμ' [loˈxum] Ανακ., Μισθ. λοχούμι [loˈxumi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. lokum, όπου και διαλεκτ. τύπ. lohum.
1. Λουκούμι Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ήφερέν με ένα μεdζιτιέ, ένα μικρό κεσά και ένα κουτί λουκούμια (Μου έφερε ένα νόμισμα, ένα μικρό δοχείο και ένα κουτί λουκούμια) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Πατάκας λοκούμια (Λουκούμια από πατάτα˙ πατατοκεφτέδες) -Κωστ.Μ.
β. Είδος γλυκού εορταστικού παξιμαδιού, περιχυμένου με πετιμέζι Ανακ., Φλογ.
2. Eίδος πηλού (μείγμα λάσπης, λαδιού, μαλλιού και γύψου) για την επιδιόρθωση σωληνώσεων Ανακ. Πβ. λοκ