λοκούμι
(ουσ. ουδ.)
λουκούμ'
[luˈkum]
Σινασσ.
λοκούμι
[loˈkumi]
Σίλ.
λοκούμ'
[loˈkum]
Ανακ.
λοqούμ'
[loˈqum]
Μισθ., Φλογ.
λοχούμ'
[loˈxum]
Ανακ., Μισθ.
λοχούμι
[loˈxumi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. lokum, όπου και διαλεκτ. τύπ. lohum.
1. Λουκούμι
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ήφερέν με ένα μεdζιτιέ, ένα μικρό κεσά και ένα κουτί λουκούμια
(Μου έφερε ένα νόμισμα, ένα μικρό δοχείο και ένα κουτί λουκούμια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Πατάκας λοκούμια
(Λουκούμια από πατάτα˙ πατατοκεφτέδες)
-Κωστ.Μ.
β.
Είδος γλυκού εορταστικού παξιμαδιού, περιχυμένου με πετιμέζι
Ανακ., Φλογ.
2. Eίδος πηλού (μείγμα λάσπης, λαδιού, μαλλιού και γύψου) για την επιδιόρθωση σωληνώσεων
Ανακ.
Πβ.
λοκ