ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λόρος (ουσ. αρσ.) λόρος [ˈloros] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. λόρους [ˈlorus] Μισθ. Ουδ. λόρι [ˈlori] Σίλ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. lor = μυζήθρα.
1. Τυρί από ορό γάλακτος, μυζήθρα Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. : Ρώσ' μου νιούγο λόρι (Δώσε μου λίγη μυζήθρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σέμα σο φοσ̑σ̑ί, και φά’ λόρος (Μπες στο κελλάρι και φάε μυζήθρα) Φλογ. -Dawk. Δώκεν ντόνε έφαγεν ένα πινέκ' λόρος με ωβά σουγγάτος και ένα κ'λούρ' ψωμί (Του έδωσε και έφαγα ένα πιάτο μυτζήθρα με αβγά σφουγγάτο και μιά κουλούρα ψωμί) Σινασσ. -Τακαδόπ. Αν σωρευούταν το βούτ'ρο, παίρισ̑καν το και το νερό νιγότανε αριάς, και το αριάς νιγότανε λόρος (Αν είχε μαζευτεί το βούτυρο, ενν. από το δρουβάνισμα, το έπαιρναν, και το υγρό που απέμενε γινόταν αϊράνι, και το αϊράνι γινόταν άπαχο τυρί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. τσοκελίκος
2. Μτφ., το ανδρικό σπέρμα Μισθ. : Τσ̑αλκάτ'σαν τα βιλλιά τ'νε, γιόμωναν εκατό παγριά τσαχ απάν' απού λόρους (Βάραγαν το πουλί τους, γέμιζαν εκατό κιούπια μέχρι απάνω με σπέρμα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Γαμώ ντου λόρου σου (Γαμώ το σπέρμα σου˙ ύβρις) Μισθ. -Κωστ.Μ.