λουγκρίζω
(ρ.)
λουκρίζω
[luˈkrizo]
Φάρασ.
Από το ουσ. λούγκρας και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Καταβροχθίζω, κατασπαράζω
Συνών.
παρτσαλαντίζω